
Το ελληνικό αλφάβητο προήλθε από φθόγγους, τους οποίους εκφωνούσαν οι πρώτοι άνθρωποι, εκατομμύρια χρόνια πριν, και τους οποίους εξέφεραν οι ίδιοι εκφράζοντας αισθήματα, συναισθήματα ή ήχους που άκουγαν από τα στοιχεία της φύσης, τα ζώα και τα εργαλεία τους. (σύμφωνα με τον Ηλ. Τσατσόμοιρο)
Η ἑλληνικὴ γραφὴ ἦταν γραφὴ χωρὶς κενὰ, χωρὶς τόνους καὶ κεφαλαιογράμματη. Ἔτσι, φαίνεται καὶ τὸ πόσο διαφορετικὰ εἶχαν καταφέρει νὰ λειτουργοῦν νοητικά, διαχωρίζοντας αὐτομάτως τὶς λέξεις καὶ τὶς ἔννοιες στὸ μυαλό τους, ὅταν διάβαζαν κείμενα.
ΓΡΑΜΜΑΤΑ | ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ | ΚΩΔΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ | ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΛΦΑΒΗΤΟΥ |
Α, άλφα | Το πρώτο φώνημα κάθε ανθρώπου, όταν εξέρχεται από την μήτρα της μητέρας του, το οποίο προφέρεται χωρίς καμμία προσπάθεια. | Ἄνθρωπος – Ἀρχὴ | Εκ του ἄλφω = ευρίσκω, διότι το γράμμα α ήταν το πρώτο που βρέθηκε. |
Β, βῆτα | Εκ του βελάσματος βεέ των προβάτων και των αιγών, τα οποία βαίνουν/βαδίζουν κατά την βοσκή ή εκ της βοής του ανέμου (ββ…) | Βαίνω – Βία – Βούλησις | Εκ του βῶ – βαίνω. |
Γ, γάμμα | Δηλώνει τα του «γαμεῖν» και «γεννᾶν». | Γεννῶ – Γράφω – Χαράσσω | Παρά το ἀμᾶν τὴν γῆν, δηλαδή τὸ θερίζειν. |
Δ, δέλτα | Από το σχήμα των κωνοφόρων αλλά και πολλών άλλων δένδρων ή από τον «δοῦπο» (= γδούπος). | Δύναμις – Δίκη | Εκ της λέξεως δένδρον > δένδον > δέλτα (ν>λ, δ>τ). |
Ε, ἔψιλον | Το φωνήεν διά του οποίου απευθύνεται κανείς σε κάποιον συνάνθρωπό του, για να τον καλέσει ή να προκαλέσει την προσοχή του. | Ἐλαύνω (= θέτω σε κίνηση) – Ἑδράζω | ε + ψιλός = απλός, μικρός, επειδή το ε είναι βραχύ |
Ζ, ζῆτα | Δηλώνει τα της ζωής. | Ζωή – Ζεῦξις | Εκ του ζάω = ζω, επειδή το γράμμα ζ δηλώνει τα της ζωής. |
Η, ἦτα | Δηλώνει την φωτεινότητα. | Φῶς – Ἥρως – Ἀρετὴ | Εκ της ρίζας ε-, που είναι το φωνήεν διά του οποίου απευθύνεται κανείς σε κάποιον συνάνθρωπό του, για να τον καλέσει ή για να προκαλέσει την προσοχή του. Το γράμμα η παρελήφθη από το Ιωνικό αλφάβητο, προς παράσταση του μακρού ε. |
Θ, θῆτα | Γράμμα διανοητικής και θυμικής φύσεως. | Θροῦς (=θόρυβος) – Θάω (=βλέπω) – Θεὸς | Ονομάζεται έτσι, επειδή μιμείται την θέση του ουρανού (κυκλικό σχήμα). |
Ι, ἰῶτα | Δηλώνει κίνηση, πορεία. | Κατευθύνω – Καθοδηγῶ – Κάνω κάτι εὐθύ – Κρατῶ – Συγκρατῶ | Εκ της υποτακτικής ἴω του ρήματος εἶμι = έρχομαι, επειδή το γράμμα ι δηλώνει κίνηση, πορεία. |
Κ, κάππα | Εκ της φωνής των πτηνών (κότας, πέρδικας, κούκκου κ.ά.) «κακακα», από όπου προήλθε το κάκκα > κάππα (χάριν ευφωνίας). Ή δηλώνει τον ήχο του καταφερομένου κτυπήματος «κάγκ». | Διαχωρίζω μὲ κτύπημα – Κράτος – Κάρα – Κύκλος | Ηχοποίητη λέξη |
Λ, λάμβδα | Λόγος – Λαμπρὸς | Εκ του λάλη + βάδην, διότι πορεύει, εκφέρει, οδηγεί τον λόγον. Ή εκ του «λᾶς»(= ορεινός βράχος εκ του οποίου ρέει το κελαρύζον νερό). | |
Μ, μῦ | Εκ του ήχου του ανθρώπου που κλαίει με λυγμούς (μυμύ) ή εκ των ήχων των ωδινών του τοκετού. | Μήτηρ – Μάθησις | |
Ν, νῦ | Εκ της φωνής του θρηνούντος νηπίου. Επίσης, δηλώνει παρουσία νοός. | Νοῦς – Ναίω (=κατοικώ) – Νέμω (=διανέμω) | |
Ξ, ξῦ ή ξῖ ή ξεῖ | Εκ του ήχου του ξυσίματος. | Ξύω – Ξένος | |
Ο, ο μικρὸν | Εκ του σχήματος του οίκου και του ουρανού. | Χῶρος – Ἔκτασις | Ο μικρόν, δηλ. βραχύ. |
Π, πεῖ ή πῖ | Εκ του ήχου «παπαπα…» που εκφέρει το νήπιο καθώς προοδεύει στον λόγο – μετά την εκφορά του «α» και του «μα». | Πνοή – Πλήττω – Πέλαγος – Πόλις | |
Ρ, ρῶ | Δηλώνει ρήξη και ροή. | Κίνησις – Ρῆμα – Ρυθμὸς | |
Σ, σίγμα ή σῖγμα | Εκ του ήχου «σσαα…», που εξέφεραν οι βοσκοί, για να οδηγήσουν το κοπάδι τους ή να εκδιώξουν τα σαρκοβόρα ζώα. Ή εκ του ήχου «σου-σου» προς αποσόβηση πτηνών. | Παλίνδρομος κίνησις – Σείω – Σύρω – Σῆμα (= σημείο, σημάδι) | Παρὰ τὸ σιγμόν τινὰ ποιεῖν τῇ φωνῇ. |
Τ, ταῦ | Εκ του «τύπου», δηλ. του ήχου της λαξεύσεως. | Τύπτω – Τέχνη | |
Υ, ὗ ψιλὸν | Ίσως εκ του επιφωνήματος «ααά…» του ανθρώπου που ξεδιψά, όταν πίνει νερό. Στην συνέχεια ετράπη σε «υ». Από εκεί το ρήμα «ὕω» (= ρίχνω βροχή). | Ὑγρόν – Κοιλότης | υ ψιλόν, δηλ. απλό, προς διάκριση από την ομοίως προφερόμενη δίφθογγο οι. |
Φ, φῖ | Εκ του ήχου «φφφ…» που εκφέρει ο άνθρωπος φυσώντας, για να ανάψει ή να σβήσει την φωτιά. | Φῶς – Φύσις | |
Χ, χῖ | Εκ του ήχου του γέλιου «χα, χα», που δηλώνει χαρά. | Χαρά – Χείρ – Χάος (ρήγμα, διάνοιξις, διαχωρισμός) | |
Ψ, ψῖ | Εκ του ήχου του «ψαύειν» (=αγγίζω) και «ψῆν» (= τρίβω απαλά). | Ψάω (= αγγίζω, τρίβω απαλά) – Ψυχή – Ψυχρὸς | |
Ω, ὦ μέγα | Εκ των δύο «ο» (οο), που δηλώνουν τον μέγιστο χώρο. | Ὁ μέγιστος χῶρος (ουρανός) – Ἄπειρον – Σύπαν | Ω μέγα, δηλ. μακρό. |
Πηγές:
- Ιστορία Γενέσεως της Ελληνικής Γλώσσας. Υπό Η. Λ. Τσατσόμοιρου. Εκδόσεις: Δαυλός Αθήνα 1991.
- Ετυμολογικό Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, Το σύνολο της ελληνικής γλώσσας καταταγμένο σε 20 πρωταρχικές ρίζες, Έργο απαλλαγμένο από την ινδοευρωπαϊκο-σανσκριτική και φοινικική ανωμαλία, Βασδέκης Ν. Σταύρος
- Etymologicum magnum
- Etymologicum Gudianum
πωπωπω!!!!! για δες τι κάνανε τότε… Ιφιγένεια, τι να πω… πολύ άψογη πληροφορία, όμορφα δοσμένη!! Συγχαρητήρια θερμότατα!!
LikeLiked by 1 person
Ευχαριστώ, εγω μονο την μετεφερα εδω . Τα ευσημα στους φιλολογους που εχουν ασχοληθεί. Ξεκινησα μαθήματα αρχαίων Ελληνικών και ως νεοφώτιστη εντυπωσιαζομαι και μοιράζομαι.
LikeLiked by 1 person
Ναι, η μελέτη είναι των φιλολόγων αλλά εγώ -και άλλοι- τη γνωρίσαμε μέσα από σένα… Καλή συνέχεια στην εκμάθηση!! Μεγάλη εμπειρία, φαντάζομαι… Να την απολαμβάνεις!
LikeLiked by 1 person
Εξαιρετικό Ιφιγένεια μου… Πολλή ωραία δουλειά
LikeLike