Δεν θέλω να κλαίς

Όταν λέμε «δεν αντέχω να σε βλέπω να κλαίς» εννοούμε, δεν αντέχω να νοιώθω το κλάμα στο σώμα μου, γιατί δεν θέλω να θυμηθώ αυτόν τον πόνο. Όταν προσπαθούμε να στρέψουμε την προσοχή ενός λυπημένου ανθρώπου – παιδιού ή ενήλικα- που κλαίει, σε κάτι άλλο ή προσπαθούμε να υποβαθμίσουμε αυτό που τον θλίβει, επιστρατεύουμε την δική μας στρατηγική να αποφεύγουμε τον πόνο. Του δείχνουμε πώς να αποσυνδέεται από την πραγματικότητα του. O A.Lowen περιγράφει με ακρίβεια την διαδικασία:

«Είναι πολύ άδικο να προσπαθούμε να σταματήσουμε το κλάμα ενός παιδιού ή ενός ενήλικα. Θα μπορούσαμε να παρηγορήσουμε κάποιον που κλαίει, κάτι που θα έδινε τη δυνατότητα να χαλαρώσει ώστε τελικά να είναι περιττό το κλάμα. Αλλά όταν ταπεινώνεις ή επιτίθεσαι σ ένα παιδί που κλαίει, αυξάνεις τον πόνο του και την ακαμψία του. Θέλουμε να σταματάμε τους ανθρώπους από το κλάμα γιατί δεν αντέχουμε τους ήχους και τις κινήσεις του σώματος τους. Απειλούν την δική μας ακαμψία. Μας προκαλούν παρόμοια συναισθήματα τα οποία δεν τολμάμε να εκφράσουμε και προκαλούν παρόμοια αισθητηριακά μηνύματα στα δικά μας σώματα, στα οποία αντιστεκόμαστε.»

“It is a grave injustice to a child or adult to insist that they stop crying. One can comfort a person who is crying which enables him to relax and makes further crying unnecessary, but to humiliate a crying child is to increase his pain, and augment his rigidity. We stop other people from crying because we cannot stand the sounds and movements of their bodies. It threatens our own rigidity. It induces similar feelings in ourselves which we dare not express and it evokes a resonance in our own bodies which we resist.”

Lowen, A. (2012). The voice of the body: The role of the body in psychotherapy. Simon and Schuster.

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.